- παλαιοντολόγος
- palaeontologist
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
παλαιοντολόγος — ο, η επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την παλαιοντολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. paleontologiste (< παλαιο * + ον, όντος + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
σινάνθρωπος — Όνομα που έχει δοθεί σε ανθρώπινους τύπους που αποκαταστάθηκαν από απολιθώματα τα οποία ανευρέθηκαν στην Κίνα από το 1921 και χρονολογούνται από το κατώτερο πλειστόκαινο. Οι Ζντάσκυ και Άντερσον βρήκαν σ’ ένα σπήλαιο, πλούσιο σε ζωικά απολιθώματα … Dictionary of Greek
Γκάουλντ, Στίβεν Τζέι — (Stephen Jay Gould, Νέα Υόρκη 1941 – 2002). Αμερικανός βιολόγος και παλαιοντολόγος. Σπούδασε γεωλογία στο πανεπιστήμιο Άντιοχ και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, όπου ολοκλήρωσε τη διδακτορική διατριβή του στην… … Dictionary of Greek
Γουόλκοτ, Τσαρλς Ντούλιτλ — (Charles Dolittle Walcott, 1850 – 1927). Αμερικανός παλαιοντολόγος. Διετέλεσε διευθυντής του ινστιτούτου Σμιθσόνιαν και μελέτησε κυρίως τους τριλοβίτες και τα προϊστορικά απολιθώματα της Βόρειας Αμερικής. Το 1909 ανακάλυψε, σε υψόμετρο 2.600 μ.,… … Dictionary of Greek
Ελληνόσπηλιος — Σπήλαιο στον νομό Χανίων, κοντά στον οικισμό Αφράτα. Βρίσκεται σε απόσταση 2 χλμ. από τον οικισμό, στην απότομη ανατολική ακτή του ακρωτηρίου Σπάθα. Έχει μεγάλη και επιβλητική είσοδο και δάπεδο σχεδόν οριζόντιο. Σε απόσταση περίπου 15 μ. από την… … Dictionary of Greek
Ζις, Εντουάρ — (Eduard Suess, 1831 – 1914). Αυστριακός γεωλόγος και παλαιοντολόγος. Ήταν καθηγητής της γεωλογίας και της παλαιοντολογίας στο πανεπιστήμιο της Βιέννης (1857 1901). Εντόπισε την επιστημονική του δραστηριότητα στη μορφολογική γεωλογία και στη… … Dictionary of Greek
Μπάραντ, Ζοασέν — (Joacin Barrande, Σογκ, Άνω Γαρούνας 1799 – Φροσντόρφ, Βοημία 1883). Γάλλος γεωλόγος και παλαιοντολόγος. Αφού ανακηρύχτηκε διδάκτορας μηχανικός, εγκαταστάθηκε στην Πράγα, όπου έγινε παιδαγωγός του κόμη του Σάμπορντ. Μελέτησε βαθιά τους… … Dictionary of Greek
Όουεν, Ρίτσαρντ — (Richard Owen, Λάνκαστερ 1804 – Λονδίνο 1892). Άγγλος ζωολόγος, ανατόμος και παλαιοντολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Βασιλικό Κολλέγιο Χειρούργων και στο διάστημα 1856 1883 εργάστηκε στο Βρετανικό Μουσείο. Μελέτησε κυρίως απολιθώματα από… … Dictionary of Greek
Ούνγκερ, Φραντς — (Unger, 1800 – 1870). Αυστριακός βοτανολόγος και παλαιοντολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της βοτανολογίας στα πανεπιστήμια του Γκρατς (1835) και της Βιέννης (1849 1866). Με τις επιστημονικές του μελέτες και έρευνες προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην… … Dictionary of Greek
Πάντερ, Κριστιάν — (Ρίγα 1794 – Πετρούπολη 1865). Ρώσος εμβρυολόγος, παλαιοντολόγος και γεωλόγος. Σπούδασε στο ινστιτούτο του Ντερπτ και σε διάφορα ινστιτούτα της Γερμανίας. Διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Πετρούπολης. Το 1842 διορίστηκε στο υπουργείο… … Dictionary of Greek